γη

γη
η
1. το χώμα, το έδαφος: Άγονη γη.
2. η ξηρά, η στεριά: Ύστερα από πολλές μέρες στη θάλασσα αντίκρισαν γη.
3. ως κύρ. όν., Γη ο πλανήτης πάνω στον οποίο κατοικούμε: H Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”